τιτλούχος

τιτλούχος
ος , ον см. τιτλοφόρος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τιτλούχος" в других словарях:

  • τιτλούχος — α, ο αυτός που έχει τον τίτλο: Ο μαρκήσιος είναι τιτλούχος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τιτλούχος — α, ο, θηλ. και ος, Ν αυτός που φέρει τίτλο ευγενείας ή αξιώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τίτλος + ούχος* (< έχω)] …   Dictionary of Greek

  • -ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… …   Dictionary of Greek

  • δούκας — I Επώνυμο οικογένειας βυζαντινών αξιωματούχων από την Παφλαγονία της Μικράς Ασίας. 1. Αλέξιος Ε’ ο Μούρτζουφλος. Βλ. λ. Αλέξιος. Όνομα αυτοκρατόρων. 2. Ανδρόνικος (9ος 10ος αι.). Κατηγορήθηκε ότι έλαβε μέρος σε συνωμοσία εναντίον του αυτοκράτορα… …   Dictionary of Greek

  • επικοιτωνίτης — ἐπικοιτωνίτης, ὁ (Α) τιτλούχος τής αυλής στο Βυζάντιο, αρμόδιος για τον κοιτώνα τού αυτοκράτορα, ο παρακοιμώμενος ευνούχος (κατά μετφρ. από το λατ. cubicularius, κουβικουλάριος) …   Dictionary of Greek

  • καβάλα — Πόλη (υψόμ. 53 μ., 58.663 κάτ.) και λιμάνι της Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Κ. και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη αμφιθεατρικά –ο αρχικός πυρήνας της πόλης είναι χτισμένος σε δύο λόφους, που τους ενώνει το παλιό μνημειώδες… …   Dictionary of Greek

  • κεχαγιάς — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από την Άμφισσα. 1. Ευστάθιος. Αρχικά υπηρέτησε στο σώμα του Πανουργιά. Διακρίθηκε στη μάχη στο χάνι της Γραβιάς, όπου μετέφερε πολεμοφόδια για τους αμυνόμενους και βοήθησε σημαντικά στην παράταση της άμυνας …   Dictionary of Greek

  • λαοσυνάκτης — ο (στους Βυζαντ.) τιτλούχος τού οποίου έργο ήταν να καλεί τους ενορίτες στον ναό για την παρακολούθηση ιεροτελεστιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + συνάκτης < συνάγω] …   Dictionary of Greek

  • λογοθέτης — Αξίωμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, που σχετιζόταν με τη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων. Ο κυριότερος ήταν ο μέγας λ., αξίωμα ανάλογο με εκείνο του σημερινού πρωθυπουργού. Οι διάφοροι άλλοι λ. του Βυζαντίου ασκούσαν, ανάλογα με τον… …   Dictionary of Greek

  • οφ(φ)ικιάλιος — και οφ(φ)ικιάλης και οφ(φ)ικιούχος, ο (AM ὀφφικιάλιος, Α και ὀφικιάλιος) (ιδίως στους Βυζαντινούς) εκκλησιαστικός, πολιτικός ή στρατιωτικός αξιωματούχος που ασκούσε υψηλό λειτούργημα νεοελλ. (γενικά) τιτλούχος, αξιωματούχος, επίσημος. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • τιτλοφόρος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. τιτλούχος 2. το ουδ. ως ουσ. το τιτλοφόρο (στη δημοσιογραφία) ειδησεογραφικό δημοσίευμα με ιδιαίτερο τίτλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τίτλος + φόρος* (< φέρω). Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»